- ἐπιτίτθιον
- ἐπιτίτθιοςat the breastmasc/fem acc sgἐπιτίτθιοςat the breastneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιτίτθιος — ἐπιτίτθιος, ον (Α) 1. (για βρέφη) αυτό που βρίσκεται πάνω στο στήθος, που θηλάζει, το βυζανιάρικο 2. (το αρσ. και ως ουσ.) ὁ ἐπιτίτθιος βρέφος που ακόμη θηλάζει, βυζανιάρικο, βυζασταρούδι («ὡς εἴδοντ’ ἐπιτίτθιον Ήρακλῆα», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek